θνησιγένεια

θνησιγένεια
Γέννηση νεκρού εμβρύου μετά τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης.
* * *
η
η αριθμητική σχέση μεταξύ τών θνησιγενών νεογνών και τού ολικού αριθμού τών γεννήσεων σε μια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνησιγενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”